Εμφανιζόμενη ανάρτηση

"Η Αρκούδα", trailer

Σουρούπωνε. Βάδιζε στο δάσος. Δεν ήταν μόνος. Ένιωθε το σφυγμό χιλιάδων πλασμάτων. Ήξερε ότι ήταν όλα γεννημένα από την ίδια ουσία, το ί...

Αντόν Τσέχωφ

«Τη ζωή στο θέατρο δεν τη δείχνουμε όπως είναι, ούτε όπως θα έπρεπε να είναι, άλλα όπως εμφανίζεται στα όνειρα μας, ακόμα και αν αυτά είναι εφιάλτες.»
"Σημειωματάριο", Αντόν Τσέχωφ.

Η ασθένεια και ο θάνατος του Αντόν Τσέχωφ 

 

Και όταν αυτός που υπήρξε ο Αντόν Πάβλοβιτς έφυγε από κοντά μας, μια πεταλούδα της νύχτας, ολόγκριζη και τεράστια σε μέγεθος, μπήκε από το παράθυρο και άρχισε να χτυπάει βιαστικά και λυπητερά στους τοίχους, στο ταβάνι, στη λάμπα, σαν να ψυχορραγούσε.
(Από το σημειωματάριο της Όλγας Κνίππερ)


Ο Τσέχωφ δεν αναφέρει πουθενά την αρρώστια του. Μιλούσε γι αυτήν μόνο στους φίλους του, υποτιμώντας τη σοβαρότητα της. Εντούτοις, έπασχε από φυματίωση από 24 ετών. Στην ηλικία των 37 χρονών το κακό επιδεινώθηκε.Ο Ρέιμοντ Κάρβερ, στο διήγημα του, "Errand" αναφέρεται σε μια άσχημη κρίση φυματίωσης που χτύπησε τον Τσέχωφ, ενώ γευμάτιζε με τον φίλο και εκδότη του Σουβόριν. Το επεισόδιο ήταν σοβαρό και οδηγήθηκε στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε για σύντομο χρονικό διάστημα. «Όταν ο Σουβόριν πήγε να τον επισκεφτεί, ο Τσέχωφ τον παρακάλεσε να τον συγχωρήσει για το «σκάνδαλο» που είχε προκαλέσει στο εστιατόριο τρεις μέρες νωρίτερα, αλλά αρνήθηκε με αρκετή επιμονή τη σοβαρότητα της κατάστασής του.»

Ο Μιχαήλ Τσέχωφ*, θυμόταν ότι όποιος τον αντίκριζε σκεφτόταν ότι το τέλος δεν ήταν μακριά, αλλά ο ίδιος ο Τσέχωφ όσο το τέλος ζύγωνε, τόσο λιγότερο έδειχνε να το συνειδητοποιεί.

Οι αδελφοί Τσέχωφ, 1882

Άρχισε να περνάει τους χειμώνες του στην Κριμαία. Έκανε και κάποια ταξίδια με την ελπίδα να καταφέρει να θεραπευτεί. Ένα καλοκαίρι, μαζί με την ηθοποιό Όλγα Κνίππερ, την οποία είχε παντρευτεί  τρία χρόνια νωρίτερα, πήγε στο Μπαντβάιλερ, στο Μέλανα Δρυμό, ιαματικό κέντρο στη Γερμανία που συνιστούσαν στους φυματικούς.


Μια νύχτα ο Τσέχωφ ζήτησε γιατρό, κάτι που ποτέ δεν είχε κάνει μέχρι τότε στη ζωή του. Η Όλγα έστειλε να αναζητήσουν ένα γιατρό και έφερε λίγο πάγο. Ύστερα , χωρίς να μιλάει, άρχισε να σπάει τον πάγο στο πλακόστρωτο με τη βοήθεια ενός Ρώσου φοιτητή που έμενε στο ίδιο ξενοδοχείο.
«Ο γιατρός Σβέρερ ήρθε –έγραψε στο ημερολόγιο της- και με μια στοργική γλυκύτητα άρχισε να μιλάει, αγκαλιάζοντας τον Αντόν Πάβλοβιτς. Αυτός ανασηκώθηκε με μια ασυνήθιστη γενναιότητα, κάθισε στο κρεβάτι και με φωνή δυνατή και πεντακάθαρη είπε: “Ich sterbe”, δηλαδή πεθαίνω στα γερμανικά. Ο γιατρός τον ηρέμησε, πήρε μια σύριγγα και του έκανε μια ένεση καμφοράς. Ύστερα πρόσταξε να του φέρουν σαμπάνια.
Ο Αντόν Πάβλοβιτς πήρε το στενό και ψηλό ποτήρι, γεμάτο ως απάνω, έριξε μια ματιά γύρω του, μου χαμογέλασε και είπε: ”Είχα πολύ καιρό να πιω σαμπάνια”. Άδειασε εντελώς το ποτήρι, ξαναπλάγιασε απαλά προς το αριστερό πλευρό, εγώ μόλις πρόλαβα να τον πλησιάσω και να σκύψω πάνω του, να του μιλήσω. Δεν ανέπνεε πια. Αποκοιμήθηκε γλυκά γλυκά, όπως ένα μικρό παιδί…

Και όταν αυτός που υπήρξε ο Αντόν Πάβλοβιτς έφυγε από κοντά μας, μια πεταλούδα της νύχτας, ολόγκριζη και τεράστια σε μέγεθος, μπήκε από το παράθυρο και άρχισε να χτυπάει βιαστικά και λυπητερά στους τοίχους, στο ταβάνι, στη λάμπα, σαν να ψυχορραγούσε».

Ήταν στις 2 Ιουλίου του 1904. Ο Τσέχωφ ήταν σαράντα τεσσάρων ετών.


Ο Τσέχωφ με την οικογένεια του και φίλους του μπροστά στο σπίτι του, στην οδό Σαντόβαγια-Κουντρίνσκαγια στη Μόσχα, 1890. (Άνω σειρά, αριστερά προς δεξιά) Ιβάν, Αλεξάντερ, Πατέρας, (δεύτερη σειρά) κάποιος φίλος, Λίκα Μιζίνοβα, Μάσα, Μητέρα, Σεριόζα Κισέλεβ, (κάτω) Μισα, Αντόν 


“Reminiscences of Anton Chekhov”, Maxim Gorky, Alexander Kurpin, and I.A. Bunin, Translated by S.S. Koteliiansky and Leonard Woolf, B.W. Huebsch: New York: 1921


«Στη μνήμη του Τσέχωφ», Αλεξάντερ Κούρπιν

Οι θλίψεις ενός παιδιού είναι οξείες, αλλά λιώνουν με τον ύπνο και χάνονται με το πρωινό φως. Εμείς, οι ενήλικες δεν τις νοιώθουμε τόσο παθιασμένα, αλλά χαράσσονται στη μνήμη μας και ο πόνος είναι βαθύς. Μετά την κηδεία του Τσέχωφ, ενώ επιστρέφαμε από το κοιμητήριο, ένας μεγάλος συγγραφέας είπε κάτι απλό μα ουσιώδες:
«Τώρα τον έχουμε κηδεύσει, η απελπιστική δριμύτητα της απώλειας του θα καταλαγιάσει. Αλλά αντιλαμβάνεστε ότι για πάντα, μέχρι το τέλος των ημερών μας, θα υπάρχει  μέσα μας η διαρκής, αμβλεία, θλιβερή επίγνωση του ότι ο Τσέχωφ δεν βρίσκεται εδώ;»
[…]
Στην αγάπη, τη δοτικότητα, το διακριτικό θρήνο των ανθρώπων αυτών, αφιερώνω αυτές τις γραμμές:
Η θερινή κατοικία του Τσέχωφ στη Γιάλτα βρισκόταν λίγο έξω από τα όρια της πόλης, στον λευκό και σκονισμένο δρόμο Άντκα. Δεν γνωρίζω ποιος το είχε χτίσει, αλλά ήταν το πιο πρωτότυπο κτίσμα στην Γιάλτα. Όλο φωτεινό, με απλές γραμμές, με όμορφες αναλογίες, όχι κάποιου συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού ρυθμού, με ένα παρατηρητήριο σαν πύργο, με απροσδόκητα αετώματα, με ένα γυάλινο αίθριο στο ισόγειο με μια ανοιχτή βεράντα από πάνω, με ψηλά και φαρδιά παράθυρα παντού, το κτήριο θα θύμιζε μοντέρνο σχολείο αν δεν απηχούσε τόσο έντονα το προσωπικό γούστο κάποιου. Περιβαλλόταν από έναν λουλουδόκηπο και στην μια του γωνία έστεκε ένας οπωρώνας. Πίσω από τον κήπο υπήρχε ένα παλιό ερειπωμένο ταρταρικό νεκροταφείο, περιφραγμένο με ένα χαμηλό μαντρότοιχο, πάντα πράσινο, ακλόνητο και έρημο, με ταπεινές ταφόπλακες στους τάφους.
Ο μπαξές ήταν μικρός, καθόλου πολυτελής, και ο δενδρόκηπος ήταν ακόμη νέος. Είχε αχλαδιές, κυδωνιές, βερικοκιές, ροδακινιές και αμυγδαλιές. Ήταν η πρώτη χρονιά που τα δέντρα έκαναν φρούτα, πράγμα που είχε αναστατώσει τον Τσέχωφ και του προκαλούσε μια παιδιάστικη ηδονή. Όταν ήρθε ο καιρός να μαζευτούν τα αμύγδαλα, ήρθαν να τα μαζέψουν και από την αμυγδαλιά του Τσέχωφ. Κάθισαν στο δωμάτιο ζωγραφικής και παρότι είχαν έρθει να προσφερθούν για να τα μαζέψουν, τελικά, κανείς δεν μπόρεσε να το κάνει, σα να 'ταν κάτι σκληρό.
[…]
White Dacha

Θωρούσε τα φρουτόδεντρα του με μια ιδιαίτερη ενθουσιώδη αγάπη. Οι άνθρωποι τον έβλεπαν συχνά το πρωί να κάθεται στις φτέρνες του και να περιποιείται επιμελώς τις τριανταφυλλιές του με θείο, ή να ξεριζώνει αγριόχορτα. Και τι χαρά, όταν στο μέσο της καλοκαιρινής ανομβρίας, έριξε μια βροχή που γέμισε τα αυλάκια του αργίλου με νερό.
Αυτή δεν ήταν η αγάπη του ιδιοκτήτη αλλά κάτι διαφορετικό, μια πιο ισχυρή και βαθιά επίγνωση. Συχνά έλεγε, κοιτάζοντας τον δεντρόκηπο του με μια λάμψη στα μάτια:
«Κοίτα, έχω φυτέψει το κάθε δέντρο εδώ, και σίγουρα μου είναι πολύτιμα. Αλλά αυτό είναι ασήμαντο. Πριν έρθω όλα αυτά ήταν σκουπίδια και χαντάκια καλυμμένα με πέτρες και αγκάθια. Τότε ήρθα και μεταμόρφωσα σιγά σιγά όλη αυτή την αγριάδα σε ένα όμορφο καλλιεργημένο τόπο. Ξέρεις –πρόσθετε ξάφνου με ένα πρόσωπο ταφικό, σε ένα τόνο βαθιάς πίστης- το ξέρεις ότι σε τριακόσια με τετρακόσια χρόνια όλη η γη θα μετατραπεί σε έναν εύφορο κήπο. Και τότε η ζωή βαθμιαία θα γίνει ελαφριά και άνετη.
Η σκέψη μιας επερχόμενης όμορφης ζωής, που εκφράζεται με τέτοια τρυφερότητα, μελαγχολία και γοητεία στα τελευταία του έργα, ήταν και στη ζωή του κυρίαρχη, μια από τις πιο ιδιωτικές και πολύτιμες σκέψεις του. Πόσο συχνά μπορεί να σκεφτόταν την μελλοντική ευτυχία της ανθρωπότητας όταν, τα απογεύματα, μόνος, σιωπηλά, κλάδευε τα ρόδα του, δροσερά ακόμα από την πρωινή υγρασία, ή όταν εξέταζε κάποιο κλαδάκι που το είχε λυγίσει ο αέρας. Και πόση ταπεινή, πράα, σοφή  λησμονιά του εαυτού του ενυπήρχε σ’ αυτήν τη σκέψη.
Όχι δεν ήταν η δίψα για ζωή, μια προσκόλληση στη ζωή της ακόρεστης ανθρώπινης καρδιάς, ούτε ήταν μια άπληστη περιέργεια για το τι θα έρθει μετά στη ζωή, ούτε ζήλια έναντι των επόμενων γενεών. Ήταν η αγωνία μιας εξαιρετικά εκλεπτυσμένης, γοητευτικής, και ευαίσθητης ψυχής, η οποία υπέφερε πέρα ​​από το μέτρο από την κοινοτυπία, την αγένεια, την κενότητα, τη βία, την αγριότητα - όλη την φρίκη και το σκοτάδι της σύγχρονης καθημερινής ύπαρξης. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όταν προς το τέλος της ζωής του απέκτησε τεράστια φήμη και μια σχετική ασφάλεια σε συνδυασμό με την αφοσιωμένη αγάπη όλων όσων ήταν ευαίσθητοι, ταλαντούχοι και ειλικρινείς στη ρωσική κοινωνία, - αυτός είναι ο λόγος που δεν απομονώθηκε στον εαυτό του, στο άβατο του ψυχρού μεγαλείου, ούτε έγινε ένας αριστοτεχνικός προφήτης, ούτε συρρικνώθηκε σε μια δηλητηριώδη και μικροαστική εχθρότητα εναντίον της δόξας των άλλων. Όχι, το απόσταγμα της μεγάλης και σκληρής εμπειρίας της ζωής του, των πόνων του, της χαράς και των απογοητεύσεων του εκφράστηκε σε αυτό το όμορφο, αγωνιώδες όνειρο του ερχομού της ευτυχίας των άλλων.
«Πόσο όμορφη θα είναι η ζωή σε τριακόσια ή τετρακόσια χρόνια.»
Γι αυτό, λοιπόν, αγαπούσε τόσο τον κήπο του, σαν να έβλεπε σε αυτόν τη μαρτυρία της επερχόμενης ομορφιάς, και παρακολουθούσε τους ανθρώπους να ανοίγουν νέους δρόμους στην διανόηση και τη γνώση. Κοιτούσε με ευχαρίστηση μοντέρνα κτίρια και καινούρια ατμόπλοια· ενδιαφερόταν για κάθε νέα εφεύρεση και ποτέ δεν έπληττε στην παρέα ενός ειδικού. Με στέρεα πεποίθηση, ισχυριζόταν ότι εγκλήματα, όπως ο φόνος, η κλοπή, η απιστία υποχωρούν και έχουν σχεδόν εκλείψει στο χώρο της διανόησης, τους δασκάλους, τους γιατρούς, τους συγγραφείς. Πίστευε ότι στο μέλλον η αληθινή καλλιέργεια θα εξευγένιζε την ανθρωπότητα.
[…]
Ο Τσέχωφ ήταν προικισμένος με μια μεγάλη καρδιά –αγαπούσε όλους τους τύπους των απλών ανθρώπων με τους οποίους συναναστρεφόταν, υπηρέτες, αγγελιοφόρους, θυρωρούς, ταχυδρόμους, ζητιάνους- και δεν τους είχε μόνο αγάπη, αλλά και μια λεπτή ευαισθησία, γεμάτη φροντίδα και κατανόηση. Δεν μπορώ να μην αναφέρω εδώ μια ιστορία που μου διηγήθηκε ένας κατώτερος υπάλληλος της Ρωσικής Εταιρίας Ναυσιπλοΐας και εμπορίου, ένας άντρας ευθύς που φύλαξε και μοιράστηκε τις εντυπώσεις του μαζί μου:
Ήταν φθινόπωρο. Ο Τσέχωφ, επιστρέφοντας από τη Μόσχα, μόλις είχε φτάσει με το ατμόπλοιο από τη Σεβαστούπολη στη Γιάλτα και δεν είχε ακόμη αποβιβαστεί από το πλοίο. Επικρατούσε μια κατάσταση χάους, με φωνές και σφυρίγματα μέχρι να δέσουν. Μέσα σ’ αυτό το χάος, ένας αχθοφόρος, Τάρταρος, που πάντα τον περίμενε, τον εντόπισε από την προβλήτα και πρόλαβε να σκαρφαλώσει μέχρι το κατάστρωμα πριν το πλοίο δέσει. Βρήκε τα μπαγκάζια του Τσέχωφ και είχε ξεκινήσει να τα κουβαλάει, όταν ξαφνικά είδε να έρχεται κατά πάνω του, ένας βλοσυρός αξιωματικός. Ο τύπος δεν περιορίστηκε στη χυδαία φρασεολογία, παρά, μέσα στον γραφειοκρατικό θυμό του, χτύπησε τον Τάρταρο στο πρόσωπο.
«Και μετά μια απίστευτη σκηνή ακολούθησε», συνέχισε τη διήγηση ο φίλος μου. «Ο Τάρταρος πέταξε τις βαλίτσες στο κατάστρωμα, χτύπησε το στήθος του με τι γροθιές του και με μάτια εξαγριωμένα ήταν έτοιμος να ορμήσει στον αξιωματικό, ενώ φωνές του αντηχούσαν σε όλο το λιμάνι: «Τι; ‘Εμένα χτυπάς; Νομίζεις ότι χτυπάς εμένα; Αυτόν χτυπάς, αυτόν, αυτόν!» Και έτεινε το δάχτυλο προς τον Τσέχωφ. Και ξέρεις ο Τσέχωφ ήταν χλωμός, με χείλη τρεμάμενα. Προχώρησε προς τον αξιωματικό και του είπε ήρεμα και καθαρά, με μια ασυνήθιστη έκφραση στο πρόσωπό του: «Δεν ντρέπεσαι!» Πίστεψε με, αν ήμουν στη θέση του συναδέλφου, θα προτιμούσα να φάω της χρονιάς μου παρά να ακούσω αυτά τα λόγια από τον Τσέχωφ. Και παρότι αυτός ήταν χοντρόπετσος, το ένιωσε. Σκόνταψε, μουρμούρισε και εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Κανείς δεν τον ξαναείδε στο κατάστρωμα.»
[…]
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ένα γεγονός, το οποίο διαφωτίζει θαυμάσια την στάση του Τσέχωφ απέναντι στις ηλιθιότητες της ρωσικής ζωής. Πολλοί γνωρίζουν ότι παραιτήθηκε από επίτιμο μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας· τα αίτια της παραίτησής του είναι γνωστά· αλλά πολύ λίγοι έχουν διαβάσει την επιστολή που έγραψε με απλότητα, ευγένεια, αξιοπρέπεια και με την συγκρατημένη αγανάκτηση της ψυχής του.

«Τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, έλαβα μια ανακοίνωση της εκλογής του A. Μ. Pyeshkov (Μαξίμ Γκόρκι) ως επίτιμου ακαδημαϊκού, και με την πρώτη ευκαιρία επισκέφτηκα τον Α Μ Pyeshkov, ο οποίος ήταν τότε στην Κριμαία. Ήμουν ο πρώτος που του ανήγγελλε την είδηση ​​της εκλογής του και ήμουν ο πρώτος που τον συνεχάρη. Λίγο καιρό αργότερα, ανακοινώθηκε στις εφημερίδες ότι, σε συμμόρφωση με την εκδοθείσα απόφαση κατά A. Μ. Pyeshkov σχετικά με τις πολιτικές του απόψεις και σύμφωνα με το άρθρο 1035 η εκλογή του ακυρώθηκε. Δηλώθηκε ρητά ότι η πράξη αυτή προήλθε από την Ακαδημία Επιστημών· και δεδομένου ότι είμαι τιμώμενο μέλος της, ακαδημαϊκός, είμαι προφανώς εν μέρει υπεύθυνος για αυτή την πράξη. Τον έχω συγχαρεί και δια ζώσης και αποδέχομαι τώρα την ακύρωση της εκλογής του - η αντίφαση, όμως, δεν συμφωνεί με τη συνείδησή μου, δεν μπορώ να συμφιλιώσω τη συνείδησή μου με αυτό το γεγονός. Το άρθρο 1035 δεν εξήγησε τίποτα για μένα. Και μετά από μακρά εξέταση του θέματος, μπορώ να καταλήξω μόνο σε μιαν απόφαση, η οποία είναι εξαιρετικά επώδυνη και λυπηρή για μένα, να ζητήσω δηλαδή, με όλο το αρμόζοντα σεβασμό  να απαλλαγώ από το αξίωμα του επίτιμου ακαδημαϊκού.
Έχω την τιμή να παραμένω αφοσιωμένος σας,
Αντόν Τσέχωφ.

[…]

Μαξίμ Γκόρκι, Αγία Πετρούπολη, Ρωσία

«Αντόν Τσέχωφ: Θραύσματα Αναμνήσεων»

Σε κάθε μια από τις κωμικές ιστορίες του Τσέχωφ αφουγκράζομαι τον ήρεμο μα βαθύ στεναγμό μιας αγνής και ανθρώπινης ψυχής, μιας απεγνωσμένης ματιάς με συμπάθεια, όμως, για ανθρώπους που δεν γνωρίζουν να σέβονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που υποτάσσονται δίχως την παραμικρή αντίσταση στην εξουσία, που ζουν σαν ψάρια, δεν πιστεύουν σε τίποτα άλλο εκτός από την ανάγκη τους να καταπίνουν κάθε μέρα μια καλή, παχιά σούπα και το μόνο συναίσθημα που γνωρίζουν είναι ο φόβος· εκείνος, δυνατός και αυθάδης, θα τους προσφέρει καταφύγιο.
Κανείς δεν αντιλαμβανόταν όπως ο Τσέχωφ, με τέτοια διαφάνεια και λεπτότητα την τραγωδία των μικροτήτων της ζωής, κανείς πριν από τον Τσέχωφ δεν είχε δείξει στους ανθρώπους με τέτοια ελεημονούσα ειλικρίνεια την φοβερή και ξεδιάντροπη εικόνα της ζωής τους, το σκοτεινό χάος της καθημερινότητας του μπουρζουά.
Ο εχθρός του ήταν η κοινοτοπία, το “banal”· τo αντιμαχόταν σε όλη του τη ζωή· τo περιγελούσε, σκιαγραφώντας τo με αιχμηρή και ψυχρή πένα· ανακάλυπτε την μουχλιασμένη κοινοτοπία, ακόμη και εκεί όπου, εκ πρώτης όψεως, όλα έδειχναν ωραία, αναπαυτικά, ή και λαμπρά ακόμη… και η κοινοτοπία τον εκδικήθηκε με μία άγρια φάρσα· βλέπετε, ή σωρός του, το σώμα ενός ποιητή τοποθετήθηκε σε ένα βαγόνι «για την μεταφορά στρειδιών. Αυτό τo βρώμικο πράσινο βαγόνι έμοιαζε σε μένα σαν το αυθάδες θριαμβευτικό χάχανο της κοινοτοπίας πάνω από τον αποκαμωμένο εχθρό της· και όλες οι «Αναμνήσεις» στον Τύπο είναι υποκριτικές, πίσω από αυτά όλα νοιώθω την παγωμένη και βρώμικη ανάσα της “banalité”.
Όταν κανείς διαβάζει τις ιστορίες του Τσέχωφ, αισθάνεται την μελαγχολία μιας μέρας του τέλους του φθινοπώρου, τότε που ο αέρας είναι διάφανος και το περίγραμμα των γυμνών δέντρων, των στενών σπιτιών και των γκρίζων φιγούρων είναι έντονο. Όλα είναι μυστήρια, μοναχικά, ακίνητα, αδύνατα. Ο ορίζοντας γαλάζιος και άδειος χάνεται στον χλωμό ουρανό και η πνοή του παγωμένη απλώνει κρυστάλλους πάχνης στη γη. Ο νους του συγγραφέα, σαν φθινοπωρινός ήλιος, διαγράφει αδρά τις γραμμές των μονότονων δρόμων, των στριφτών μονοπατιών, των μικρών βρώμικων σπιτιών, μέσα στα οποία μικροί, μίζεροι άνθρωποι ασφυκτιούν από πλήξη και οκνηρία σπίτια που σφύζουν από μια ακατάληπτη πνιγηρή φασαρία. Εδώ ζει, μέσα στον τρόμο, σαν γκρίζο ποντίκι, η αγαπημένη πράα γυναίκα, η οποία αγαπά τόσο υπάκουα και τόσο πολύ. Μπορείς να της ρίξεις μια σφαλιάρα και δεν θα βγάλει άχνα, η πράα σκλάβα… Και στο πλάι της η Όλγα, από τις «Τρεις Αδελφές»: και εκείνη αγαπά πολύ, και υποτάσσεται με παραίτηση στα καπρίτσια του ακόλαστου· η ζωή των αδελφών της διαλύεται μπροστά της, οδύρεται αλλά δεν είναι σε θέση να βοηθήσει σε τίποτε.
Εδώ και οι ιδιοκτήτες του «Βυσσινόκηπου», εγωκεντρικοί σαν παιδιά, με τη μαλθακότητα της ανίας. Έχουν ξεχάσει να πεθάνουν. Γκρινιάζουν, ενώ δεν βλέπουν τίποτα από όσα συμβαίνουν γύρω τους, δεν καταλαβαίνουν, παράσιτα, ανίκανοι να ριζώσουν στη ζωή.[…]
Έτσι, περνά από μπροστά μας μια σειρά από άντρες και γυναίκες, σκλάβοι της αγάπης, της βλακείας, της ανίας, της απληστίας για όμορφα πράγματα. ‘Έτσι παρελαύνουν οι σκλάβοι του σκοτεινού φόβου της ζωής· μάχονται ασθμαίνοντες, φορτώνουν τη ζωή τους με ακατάληπτες, δίχως συνάφεια υποσχέσεις για το μέλλον· γιατί διαισθάνονται ότι δεν υπάρχει θέση γι αυτούς στο παρόν.
Υπάρχουν στιγμές, όταν ανάμεσα στο πλήθος, κάποιος από αυτούς ακούει τον ήχο του πυροβολισμού: ο Ιβάνοφ ή ο Τριέπλιεφ μαντεύουν το καθήκον τους και πεθαίνουν.
Πολλοί από αυτούς έχουν ωραία όνειρα, πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή υπέροχη σε 200 χρόνια· δεν αναρωτιέται κανείς ποιος θα δημιουργήσει αυτό το υπέροχο μέλλον, αν όλοι μόνο ονειρευόμαστε.
Αντιμέτωπος με αυτό το θλιβερό, γκρίζο πλήθος ανήμπορων ανθρώπων βρέθηκε ένας άνθρωπος σπουδαίος, σοφός και παρατηρητικός· Κοίταξε όλους αυτούς τους φοβισμένους κατοίκους της χώρας του και με ένα θλιμμένο χαμόγελο, με ένα ύφος ευγενικής μομφής, με την αγωνία χαραγμένη στο πρόσωπο του και την ψυχή του, με ομορφιά και ειλικρίνεια, τους είπε:
«Ζείτε άσχημα, φίλοι μου. Είναι όνειδος να ζείτε έτσι.»

Ι.Α. Μπούνιν, «Α.Π. Τσέχωφ»

Θυμάμαι ένα ανοιξιάτικο βράδυ. Ήταν αργά. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Ακούω τη βαθιά φωνή του Τσέχωφ.
«Κύριε, άρπαξε ένα ταξί και έλα εδώ. Ας πάμε μια βόλτα με το αμάξι.»
«Βόλτα με το αμάξι; Τέτοια ώρα μες στη νύχτα;», απάντησα. «Τι συμβαίνει Αντόν Πάβλοβιτς;»
«Είμαι ερωτευμένος.»
«Αυτό είναι καλό. Αλλά είναι μετά τις εννιά. … Θα αρπάξεις κρύωμα.»
«Νεαρέ, μην υπεκφεύγεις.»
Δέκα λεπτά αργότερα ήμουν ήδη εκεί. Το σπίτι, στο οποίο ζούσε ο Τσέχωφ το χειμώνα μόνος με τη μητέρα του, ήταν σκοτεινό και σιωπηλό, έξω από ένα φως που διαπερνούσε την κλειδαρότρυπα από την κρεβατοκάμαρα της μητέρας του και την φλόγα δύο κεριών που έκαιγαν στο μισοσκόταδο του γραφείου του. Η καρδιά μου σφίχτηκε, όπως συνήθως στο θέαμα αυτού του ήσυχου γραφείου, όπου ο Τσέχωφ περνούσε τόσα χειμωνιάτικα μοναχικά βράδια, αναλογιζόμενος, ίσως, το πεπρωμένο, το οποίο του είχε χαρίσει τόσα και τον είχε περιπαίξει τόσο σκληρά.
«Τι νύχτα!», μου είπε με ακόμη πιο έντονη τρυφερότητα και λελογισμένη χαρά, καθώς με συναντούσε στην πόρτα. «Είναι τόσο ανιαρά εδώ! Η μόνη μου χαρά είναι όταν τηλεφωνεί η Σόφι Πάβλοβνα, ρωτάει τι κάνω και της απαντάω, κυνηγάω ποντίκια. Πάμε, ας οδηγήσουμε μέχρι την Οριάντα. Δεν μου καίγεται καρφί αν θα κρυώσω.»
Η νύχτα ήταν ζεστή και ακίνητη, με ένα λαμπερό φεγγάρι, λίγα ισχνά σύννεφα και λίγα αστέρια στο βαθύ μπλε του ουρανού. Κυλούσαμε απαλά κατά μήκος του λευκού δρόμου, και μαλακωμένοι από την γαλήνη της νύχτας, καθίσαμε σιωπηλοί κοιτώντας τη θάλασσα που αχνόφεγγε χρυσή… μετά έβλεπες το δάσος να ρίχνει τις σκιές του, ήδη όμως ανοιξιάτικο και όμορφο… Μαύρες συστάδες γιγαντιαίων κυπαρισσιών ορθώνονταν μεγαλόπρεπα. Σταματήσαμε και περπατήσαμε ανάμεσα τους, πέρα από τα ερείπια του κάστρου, που έμοιαζαν γαλάζια στο σεληνόφως. Ξαφνικά ο Τσέχωφ μου λέει:
«Ξέρεις για πόσα χρόνια θα διαβάζομαι; Επτά.»
«Γιατί επτά;»
«Επτά και μισό τότε;»
«Όχι,», είπα, «η ποίηση διαρκεί, και όσο περισσότερο διαρκεί τόσο καλύτερη γίνεται. Σαν το κρασί.»
Πορτρέτο του Τσέχωφ, Ισαάκ Λεβιταν, 1886


Πηγές:
*Από το βιογραφικό περίγραμμα εις μνήμην του Τσέχωφ, που έγραψε ο αδελφός του Μιχαήλ, το οποίο προλογίζει την μετάφραση της αλληλογραφίας του Τσέχωφ από τον Constance Garnett το 1920:http://www.gutenberg.org/ebooks/6408
1. Τσέχωφ Αντόν, Η Τέχνη της Γραφής, Συμβουλές σε έναν νέο συγγραφέα, Εκδόσεις Πατάκη, Β έκδοση, Αθήνα, 2007
2. “Reminiscences of Anton Chekhov”, Maxim Gorky, Alexander Kurpin, and I.A. Bunin, Translated by S.S. Koteliiansky and Leonard Woolf, B.W. Huebsch: New York: 1921
3. http://www.slideshare.net/lodgek/alexander-iii-and-nicholas-ii

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου